Άτσαλα διπλώνεις τη ζωή σου, πονάς, θλίβεσαι, κρύβεις την καρδιά σου στην άμμο, άνυδρες επιθυμίες, άγονοι σπόροι θέλησης.
Γεμάτη κόκκους η ζωή σου, παραλία χωρίς κύμα να την ξεπλύνει, να ξεβγάλει από μέσα της τους θησαυρούς σου.
Άναρθρες κραυγές ξεστομίζεις, με ιδεατά χείλη στα σωθικά του μυαλού σου. Φωνές που ζητούν τη λύτρωση.
Να βγουν έξω, να πνίξουν τον κόσμο αλλά δεν μπορείς. Τις πνίγεις στα κόκκαλα σου, που τρίζουν και σπάνε, στο συντονισμό των νότων τους.
Σκάβεις, χώνεσαι στη φωλιά σου, ακόμα σε τρελαίνουν.
Θέλεις, θέλεις, θέλεις!
Οργή πλημμύρα στην ψυχή σου, τιτάνιο κύμα πια, κομμάτι του εαυτού σου. Θέλει να τους πνίξει όλους, να σε αφήσει μόνη να κλωτσάς τα κορμιά τους πάνω στην γκρίζα άμμο που σε πληγώνει.
Μισείς, πονάς, σκέφτεσαι, ζητάς να κομματιάσεις ξένες σκέψεις που γίνανε δικές σου, τυραννικές, δύσμορφες, περίσσευμα των άλλων.
Δεν ξέρεις αν σκέφτεσαι η ίδια, αν ποθείς, αν επιθυμείς. Μισείς ότι κάνεις, αγαπάς αυτά που δεν θέλεις.
Συντρίμμια όλα γύρω σου, κρύσταλλοι το κορμί σου, σατανάς το είναι σου.